γεροντικοῦ

γεροντικοῦ
γεροντικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γεροντολογία — Κλάδος της επιστήμης που έχει σκοπό τη μελέτη της γεροντικής ηλικίας (δηλαδή ατόμων άνω των 65 ετών). Εκτός της φυσιολογίας, της παθολογίας και της υγιεινής του γήρατος που αποτελούν αντικείμενο της γηριατρικής (βλ. λ.), η γ. ασχολείται ιδιαίτερα …   Dictionary of Greek

  • πάγουρος — Δεκάποδο καρκινοειδές, της οικογένειας των παγουριδών. Το σώμα περιλαμβάνει τον κεφαλοθώρακα, πολύ σκληρό, επειδή καλύπτεται από τον ισχυρά χιτινώδη εξωσκελετό, και τη μαλακή κοιλιά, που ο π. την προστατεύει από τους επιτιθέμενους τοποθετώντας… …   Dictionary of Greek

  • χλωροπροπαμίδη — η, Ν (φαρμ.) παράγωγο τής σουλφονυλουρίας, χρησιμοποιούμενο υπό μορφή δισκίων ιδίως κατά τού γεροντικού διαβήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chlorpropamide] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”